- παραλήπτωρ
- παραλήπτωρinheritormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλήπτωρ — και παραλήμπτωρ, ορος, ὁ, Α [παραλαμβάνω] ο κληρονόμος … Dictionary of Greek
παραλήπτορες — παραλήπτωρ inheritor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήμπτωρ — ὁ, Α βλ. παραλήπτωρ … Dictionary of Greek